δοκημα

δοκημα
    δόκημα
    -ατος τό
    1) мнение
    

δοκημάτων ἐκτός Eur. — сверх ожидания;

    τὰ δοκήμασιν σοφά Eur. — то, что считается мудрым

    2) видение, призрак
    

(δ. νυκτερωπόν Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δοκημα" в других словарях:

  • δόκημα — δόκημα, το (Α) [δοκώ] 1. όραμα, φάντασμα («δοκήματα ὀνείρων») 2. γνώμη, προσδοκία 3. η επιφανειακή όψη τών πραγμάτων («οἱ δοκήμασιν σοφοί») …   Dictionary of Greek

  • δόκημα — vision neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκημάτων — δόκημα vision neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκήμασι — δόκημα vision neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκήμασιν — δόκημα vision neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»